- θαυμασταῖς
- θαυμαστήςadmirermasc dat plθαυμαστόςwonderfulfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυμαστής — ο, θηλ. θαυμάστρια (AM θαυμαστής, Α ιων. τ. θωμαστής) [θαυμάζω] αυτός που θαυμάζει, που εκτιμά και αποδέχεται κάτι ή κάποιον (α. «θαυμαστής τού Ομήρου» β. «ἐν πολλοῖς ἐρασταῖς και θαυμασταῖς τοῦ Κάτωνος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek